Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀπαρθρόομαι
ἀπάρθρωσις
ἀπαριθμέω
ἀπαρίθμησις
ἀπαρίνη
ἀπαρινής
ἀπάριστα
ἀπαριστάω
ἀπαρκέω
ἀπαρκής
ἀπαρκούντως
ἀπαρκτέον
ἀπαρκτίας
ἀπάρκτιος
ἀπαρνέομαι
ἀπάρνησις
ἀπαρνητής
ἀπαρνητικός
ἄπαρνος
ἀπαρόδευτος
ἀπαρόξυντος
View word page
ἀπαρκούντως
sufficiently
ShortDef
sufficiently
Debugging
Headword:
ἀπαρκούντως
Headword (normalized):
ἀπαρκούντως
Headword (normalized/stripped):
απαρκουντως
IDX:
10097
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-10098
Key:
Data
{'content': 'sufficiently'}