Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀπαρθένευτος
ἀπάρθενος
ἀπαρθρόομαι
ἀπάρθρωσις
ἀπαριθμέω
ἀπαρίθμησις
ἀπαρίνη
ἀπαρινής
ἀπάριστα
ἀπαριστάω
ἀπαρκέω
ἀπαρκής
ἀπαρκούντως
ἀπαρκτέον
ἀπαρκτίας
ἀπάρκτιος
ἀπαρνέομαι
ἀπάρνησις
ἀπαρνητής
ἀπαρνητικός
ἄπαρνος
View word page
ἀπαρκέω
to suffice, be sufficient

ShortDef

to suffice, be sufficient

Debugging

Headword:
ἀπαρκέω
Headword (normalized):
ἀπαρκέω
Headword (normalized/stripped):
απαρκεω
IDX:
10095
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-10096
Key:

Data

{'content': 'to suffice, be sufficient'}