Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀπαρενφύμητος
ἀπαρέσκομαι
ἀπαρέσκω
ἀπαρεστός
ἀπαρηγόρητος
ἀπαρήγορος
ἀπαρθένευτος
ἀπάρθενος
ἀπαρθρόομαι
ἀπάρθρωσις
ἀπαριθμέω
ἀπαρίθμησις
ἀπαρίνη
ἀπαρινής
ἀπάριστα
ἀπαριστάω
ἀπαρκέω
ἀπαρκής
ἀπαρκούντως
ἀπαρκτέον
ἀπαρκτίας
View word page
ἀπαριθμέω
to count over, reckon up

ShortDef

to count over, reckon up

Debugging

Headword:
ἀπαριθμέω
Headword (normalized):
ἀπαριθμέω
Headword (normalized/stripped):
απαριθμεω
IDX:
10089
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-10090
Key:

Data

{'content': 'to count over, reckon up'}