Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀπαρέμφατος
ἀπαρενόχλητος
ἀπαρενφύμητος
ἀπαρέσκομαι
ἀπαρέσκω
ἀπαρεστός
ἀπαρηγόρητος
ἀπαρήγορος
ἀπαρθένευτος
ἀπάρθενος
ἀπαρθρόομαι
ἀπάρθρωσις
ἀπαριθμέω
ἀπαρίθμησις
ἀπαρίνη
ἀπαρινής
ἀπάριστα
ἀπαριστάω
ἀπαρκέω
ἀπαρκής
ἀπαρκούντως
View word page
ἀπαρθρόομαι
to be jointed
ShortDef
to be jointed
Debugging
Headword:
ἀπαρθρόομαι
Headword (normalized):
ἀπαρθρόομαι
Headword (normalized/stripped):
απαρθροομαι
IDX:
10087
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-10088
Key:
Data
{'content': 'to be jointed'}