Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀπαργυρισμός
ἀπαρέγκλιτος
ἀπαρεγχείρητος
ἀπαρέμφατος
ἀπαρενόχλητος
ἀπαρενφύμητος
ἀπαρέσκομαι
ἀπαρέσκω
ἀπαρεστός
ἀπαρηγόρητος
ἀπαρήγορος
ἀπαρθένευτος
ἀπάρθενος
ἀπαρθρόομαι
ἀπάρθρωσις
ἀπαριθμέω
ἀπαρίθμησις
ἀπαρίνη
ἀπαρινής
ἀπάριστα
ἀπαριστάω
View word page
ἀπαρήγορος
unconsoling
ShortDef
unconsoling
Debugging
Headword:
ἀπαρήγορος
Headword (normalized):
ἀπαρήγορος
Headword (normalized/stripped):
απαρηγορος
IDX:
10084
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-10085
Key:
Data
{'content': 'unconsoling'}