Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀπαραχάρακτος
ἀπαράχυτος
ἀπαραχώρητος
ἀπαργία
ἄπαργμα
ἀπαργυρίζω
ἀπαργυρισμός
ἀπαρέγκλιτος
ἀπαρεγχείρητος
ἀπαρέμφατος
ἀπαρενόχλητος
ἀπαρενφύμητος
ἀπαρέσκομαι
ἀπαρέσκω
ἀπαρεστός
ἀπαρηγόρητος
ἀπαρήγορος
ἀπαρθένευτος
ἀπάρθενος
ἀπαρθρόομαι
ἀπάρθρωσις
View word page
ἀπαρενόχλητος
undisturbed

ShortDef

undisturbed

Debugging

Headword:
ἀπαρενόχλητος
Headword (normalized):
ἀπαρενόχλητος
Headword (normalized/stripped):
απαρενοχλητος
IDX:
10078
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-10079
Key:

Data

{'content': 'undisturbed'}