Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀπαράφθορος
ἀπαραφύλακτος
ἀπαραχάρακτος
ἀπαράχυτος
ἀπαραχώρητος
ἀπαργία
ἄπαργμα
ἀπαργυρίζω
ἀπαργυρισμός
ἀπαρέγκλιτος
ἀπαρεγχείρητος
ἀπαρέμφατος
ἀπαρενόχλητος
ἀπαρενφύμητος
ἀπαρέσκομαι
ἀπαρέσκω
ἀπαρεστός
ἀπαρηγόρητος
ἀπαρήγορος
ἀπαρθένευτος
ἀπάρθενος
View word page
ἀπαρεγχείρητος
not to be tampered with, inviolable
ShortDef
not to be tampered with, inviolable
Debugging
Headword:
ἀπαρεγχείρητος
Headword (normalized):
ἀπαρεγχείρητος
Headword (normalized/stripped):
απαρεγχειρητος
IDX:
10076
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-10077
Key:
Data
{'content': 'not to be tampered with, inviolable'}