Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀπάραυξος
ἀπαράφθορος
ἀπαραφύλακτος
ἀπαραχάρακτος
ἀπαράχυτος
ἀπαραχώρητος
ἀπαργία
ἄπαργμα
ἀπαργυρίζω
ἀπαργυρισμός
ἀπαρέγκλιτος
ἀπαρεγχείρητος
ἀπαρέμφατος
ἀπαρενόχλητος
ἀπαρενφύμητος
ἀπαρέσκομαι
ἀπαρέσκω
ἀπαρεστός
ἀπαρηγόρητος
ἀπαρήγορος
ἀπαρθένευτος
View word page
ἀπαρέγκλιτος
direct

ShortDef

direct

Debugging

Headword:
ἀπαρέγκλιτος
Headword (normalized):
ἀπαρέγκλιτος
Headword (normalized/stripped):
απαρεγκλιτος
IDX:
10075
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-10076
Key:

Data

{'content': 'direct'}