Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀπαρατήρητος
ἀπαράτιλτος
ἀπαράτρεπτος
ἀπάραυξος
ἀπαράφθορος
ἀπαραφύλακτος
ἀπαραχάρακτος
ἀπαράχυτος
ἀπαραχώρητος
ἀπαργία
ἄπαργμα
ἀπαργυρίζω
ἀπαργυρισμός
ἀπαρέγκλιτος
ἀπαρεγχείρητος
ἀπαρέμφατος
ἀπαρενόχλητος
ἀπαρενφύμητος
ἀπαρέσκομαι
ἀπαρέσκω
ἀπαρεστός
View word page
ἄπαργμα
firstlings for sacrifice or offering, first-fruits

ShortDef

firstlings for sacrifice or offering, first-fruits

Debugging

Headword:
ἄπαργμα
Headword (normalized):
ἄπαργμα
Headword (normalized/stripped):
απαργμα
IDX:
10072
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-10073
Key:

Data

{'content': 'firstlings for sacrifice or offering, first-fruits'}