Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀπαράσσω
ἀπαράστατος
ἀπαρασχημάτιστος
ἀπαράτατος
ἀπαρατήρητος
ἀπαράτιλτος
ἀπαράτρεπτος
ἀπάραυξος
ἀπαράφθορος
ἀπαραφύλακτος
ἀπαραχάρακτος
ἀπαράχυτος
ἀπαραχώρητος
ἀπαργία
ἄπαργμα
ἀπαργυρίζω
ἀπαργυρισμός
ἀπαρέγκλιτος
ἀπαρεγχείρητος
ἀπαρέμφατος
ἀπαρενόχλητος
View word page
ἀπαραχάρακτος
not counterfeit

ShortDef

not counterfeit

Debugging

Headword:
ἀπαραχάρακτος
Headword (normalized):
ἀπαραχάρακτος
Headword (normalized/stripped):
απαραχαρακτος
IDX:
10068
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-10069
Key:

Data

{'content': 'not counterfeit'}