Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀπαρασκευασία
ἀπαρασκεύαστος
ἀπαράσκευος
ἀπαράσσω
ἀπαράστατος
ἀπαρασχημάτιστος
ἀπαράτατος
ἀπαρατήρητος
ἀπαράτιλτος
ἀπαράτρεπτος
ἀπάραυξος
ἀπαράφθορος
ἀπαραφύλακτος
ἀπαραχάρακτος
ἀπαράχυτος
ἀπαραχώρητος
ἀπαργία
ἄπαργμα
ἀπαργυρίζω
ἀπαργυρισμός
ἀπαρέγκλιτος
View word page
ἀπάραυξος
not subject to increase

ShortDef

not subject to increase

Debugging

Headword:
ἀπάραυξος
Headword (normalized):
ἀπάραυξος
Headword (normalized/stripped):
απαραυξος
IDX:
10065
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-10066
Key:

Data

{'content': 'not subject to increase'}