Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀπαράπειστος
ἀπαραπόδιστος
ἀπαρασήμαντος
ἀπαράσημος
ἀπαρασκευασία
ἀπαρασκεύαστος
ἀπαράσκευος
ἀπαράσσω
ἀπαράστατος
ἀπαρασχημάτιστος
ἀπαράτατος
ἀπαρατήρητος
ἀπαράτιλτος
ἀπαράτρεπτος
ἀπάραυξος
ἀπαράφθορος
ἀπαραφύλακτος
ἀπαραχάρακτος
ἀπαράχυτος
ἀπαραχώρητος
ἀπαργία
View word page
ἀπαράτατος
unextended

ShortDef

unextended

Debugging

Headword:
ἀπαράτατος
Headword (normalized):
ἀπαράτατος
Headword (normalized/stripped):
απαρατατος
IDX:
10061
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-10062
Key:

Data

{'content': 'unextended'}