Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀπαράμυθος
ἀπαράομαι
ἀπαράπειστος
ἀπαραπόδιστος
ἀπαρασήμαντος
ἀπαράσημος
ἀπαρασκευασία
ἀπαρασκεύαστος
ἀπαράσκευος
ἀπαράσσω
ἀπαράστατος
ἀπαρασχημάτιστος
ἀπαράτατος
ἀπαρατήρητος
ἀπαράτιλτος
ἀπαράτρεπτος
ἀπάραυξος
ἀπαράφθορος
ἀπαραφύλακτος
ἀπαραχάρακτος
ἀπαράχυτος
View word page
ἀπαράστατος
not having appeared in person
ShortDef
not having appeared in person
Debugging
Headword:
ἀπαράστατος
Headword (normalized):
ἀπαράστατος
Headword (normalized/stripped):
απαραστατος
IDX:
10059
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-10060
Key:
Data
{'content': 'not having appeared in person'}