Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀπαράλλακτος
ἀπαραλλαξία
ἀπαραλόγιστος
ἀπαράλογος
ἀπαράλυτος
ἀπαραμιγής
ἀπαραμίλλητος
ἀπαράμονος
ἀπαραμύθητος
ἀπαράμυθος
ἀπαράομαι
ἀπαράπειστος
ἀπαραπόδιστος
ἀπαρασήμαντος
ἀπαράσημος
ἀπαρασκευασία
ἀπαρασκεύαστος
ἀπαράσκευος
ἀπαράσσω
ἀπαράστατος
ἀπαρασχημάτιστος
View word page
ἀπαράομαι
propitiate

ShortDef

propitiate

Debugging

Headword:
ἀπαράομαι
Headword (normalized):
ἀπαράομαι
Headword (normalized/stripped):
απαραομαι
IDX:
10050
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-10051
Key:

Data

{'content': 'propitiate'}