Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀπαραλήκτως
ἀπαράλλακτος
ἀπαραλλαξία
ἀπαραλόγιστος
ἀπαράλογος
ἀπαράλυτος
ἀπαραμιγής
ἀπαραμίλλητος
ἀπαράμονος
ἀπαραμύθητος
ἀπαράμυθος
ἀπαράομαι
ἀπαράπειστος
ἀπαραπόδιστος
ἀπαρασήμαντος
ἀπαράσημος
ἀπαρασκευασία
ἀπαρασκεύαστος
ἀπαράσκευος
ἀπαράσσω
ἀπαράστατος
View word page
ἀπαράμυθος
inexorable
ShortDef
inexorable
Debugging
Headword:
ἀπαράμυθος
Headword (normalized):
ἀπαράμυθος
Headword (normalized/stripped):
απαραμυθος
IDX:
10049
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-10050
Key:
Data
{'content': 'inexorable'}