Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀπαραδίσκευτος
ἀπαράθετος
ἀπαράθραυστος
ἀπαραίτητος
ἀπαρακάλυπτος
ἀπαράκλητος
ἀπαρακολούθητος
ἀπαρακόντιστος
ἀπαράλειπτος
ἀπαράλεκτος
ἀπαραλήκτως
ἀπαράλλακτος
ἀπαραλλαξία
ἀπαραλόγιστος
ἀπαράλογος
ἀπαράλυτος
ἀπαραμιγής
ἀπαραμίλλητος
ἀπαράμονος
ἀπαραμύθητος
ἀπαράμυθος
View word page
ἀπαραλήκτως
unceasingly

ShortDef

unceasingly

Debugging

Headword:
ἀπαραλήκτως
Headword (normalized):
ἀπαραλήκτως
Headword (normalized/stripped):
απαραληκτως
IDX:
10039
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-10040
Key:

Data

{'content': 'unceasingly'}