Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀπαράδεκτος
ἀπαραδίσκευτος
ἀπαράθετος
ἀπαράθραυστος
ἀπαραίτητος
ἀπαρακάλυπτος
ἀπαράκλητος
ἀπαρακολούθητος
ἀπαρακόντιστος
ἀπαράλειπτος
ἀπαράλεκτος
ἀπαραλήκτως
ἀπαράλλακτος
ἀπαραλλαξία
ἀπαραλόγιστος
ἀπαράλογος
ἀπαράλυτος
ἀπαραμιγής
ἀπαραμίλλητος
ἀπαράμονος
ἀπαραμύθητος
View word page
ἀπαράλεκτος
with disordered hair

ShortDef

with disordered hair

Debugging

Headword:
ἀπαράλεκτος
Headword (normalized):
ἀπαράλεκτος
Headword (normalized/stripped):
απαραλεκτος
IDX:
10038
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-10039
Key:

Data

{'content': 'with disordered hair'}