Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀπαράδεικτος
ἀπαράδεκτος
ἀπαραδίσκευτος
ἀπαράθετος
ἀπαράθραυστος
ἀπαραίτητος
ἀπαρακάλυπτος
ἀπαράκλητος
ἀπαρακολούθητος
ἀπαρακόντιστος
ἀπαράλειπτος
ἀπαράλεκτος
ἀπαραλήκτως
ἀπαράλλακτος
ἀπαραλλαξία
ἀπαραλόγιστος
ἀπαράλογος
ἀπαράλυτος
ἀπαραμιγής
ἀπαραμίλλητος
ἀπαράμονος
View word page
ἀπαράλειπτος
unintermittent

ShortDef

unintermittent

Debugging

Headword:
ἀπαράλειπτος
Headword (normalized):
ἀπαράλειπτος
Headword (normalized/stripped):
απαραλειπτος
IDX:
10037
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-10038
Key:

Data

{'content': 'unintermittent'}