Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀπαράγραφος
ἀπαράγωγος
ἀπαραδειγμάτιστος
ἀπαράδεικτος
ἀπαράδεκτος
ἀπαραδίσκευτος
ἀπαράθετος
ἀπαράθραυστος
ἀπαραίτητος
ἀπαρακάλυπτος
ἀπαράκλητος
ἀπαρακολούθητος
ἀπαρακόντιστος
ἀπαράλειπτος
ἀπαράλεκτος
ἀπαραλήκτως
ἀπαράλλακτος
ἀπαραλλαξία
ἀπαραλόγιστος
ἀπαράλογος
ἀπαράλυτος
View word page
ἀπαράκλητος
unsummoned, volunteering

ShortDef

unsummoned, volunteering

Debugging

Headword:
ἀπαράκλητος
Headword (normalized):
ἀπαράκλητος
Headword (normalized/stripped):
απαρακλητος
IDX:
10034
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-10035
Key:

Data

{'content': 'unsummoned, volunteering'}