Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀδεής2
ἀδέητος
ἄδεια
ἄδεια2
Ἀδειγάνες
ἀδειγμάτιστος
ἄδεικτος
ἄδειλος
Ἀδείμαντος
ἀδείμαντος
ἄδειμος
ἄδειπνος
ἀδεισιβόας
ἀδεισιδαιμονία
ἀδεισιδαίμων
ἀδεισίθεος
ἀδέκαστος
ἀδεκάτευτος
ἄδεκτος
ἀδελφεός
ἀδελφή
View word page
ἄδειμος
fearless
ShortDef
fearless
Debugging
Headword:
ἄδειμος
Headword (normalized):
ἄδειμος
Headword (normalized/stripped):
αδειμος
IDX:
1002
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-1003
Key:
Data
{'content': 'fearless'}