Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀδεαλτόω
ἀδεής
ἀδεής2
ἀδέητος
ἄδεια
ἄδεια2
Ἀδειγάνες
ἀδειγμάτιστος
ἄδεικτος
ἄδειλος
Ἀδείμαντος
ἀδείμαντος
ἄδειμος
ἄδειπνος
ἀδεισιβόας
ἀδεισιδαιμονία
ἀδεισιδαίμων
ἀδεισίθεος
ἀδέκαστος
ἀδεκάτευτος
ἄδεκτος
View word page
Ἀδείμαντος
Adimantus
ShortDef
Adimantus
fearless, dauntless
Debugging
Headword:
Ἀδείμαντος
Headword (normalized):
ἀδείμαντος
Headword (normalized/stripped):
αδειμαντος
IDX:
1000
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-1001
Key:
Data
{'content': 'Adimantus'}