Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἄδδιξ
ἀδεαλτόω
ἀδεής
ἀδεής2
ἀδέητος
ἄδεια
ἄδεια2
Ἀδειγάνες
ἀδειγμάτιστος
ἄδεικτος
ἄδειλος
Ἀδείμαντος
ἀδείμαντος
ἄδειμος
ἄδειπνος
ἀδεισιβόας
ἀδεισιδαιμονία
ἀδεισιδαίμων
ἀδεισίθεος
ἀδέκαστος
ἀδεκάτευτος
View word page
ἄδειλος
fearless
ShortDef
fearless
Debugging
Headword:
ἄδειλος
Headword (normalized):
ἄδειλος
Headword (normalized/stripped):
αδειλος
IDX:
999
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-1000
Key:
Data
{'content': 'fearless'}