Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀβλεψία
Ἄβληρος
ἀβλής
ἄβλητος
ἀβληχής
ἀβληχρής
ἀβληχρός
ἀβοηθησία
ἀβοήθητος
ἀβοηθί
ἀβοητί
ἀβόητος
ἀβολέω
ἀβολητύς
ἀβολήτωρ
ἀβόλλα
ἄβολος
ἀβόρβορος
Ἀβοριγῖνες
ἄβορος
ἀβοσκής
View word page
ἀβοητί
without summons

ShortDef

without summons

Debugging

Headword:
ἀβοητί
Headword (normalized):
ἀβοητί
Headword (normalized/stripped):
αβοητι
IDX:
99
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-100
Key:

Data

{'content': 'without summons'}