Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἔκδεια
ἐκδείκνυμι
ἐκδειματόω
ἔκδεξις
ἐκδέρω
ἔκδετος
ἐκδέχομαι
ἐκδέω
ἔκδηλος
ἐκδημέω
ἐκδημία
ἔκδημος
ἐκδιαβαίνω
ἐκδιαιτάω
ἐκδιαίτησις
ἐκδίδαγμα
ἐκδιδάσκω
ἐκδιδράσκω
ἐκδίδωμι
ἐκδικάζω
ἐκδικαστής
View word page
ἐκδημία
ἐκδημία ἐκδημία, ἡ, a being abroad, exile, Plat. from ἔκδημος

ShortDef

a being abroad, exile

Debugging

Headword:
ἐκδημία
Headword (normalized):
ἐκδημία
Headword (normalized/stripped):
εκδημια
IDX:
9996
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n9999
Key:
e)kdhmi/a

Data

{'content': 'ἐκδημία\n ἐκδημία, ἡ,\n a being abroad, exile, Plat.\n from ἔκδημος', 'key': 'e)kdhmi/a'}