Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἐκγενέτης
ἐκγίγνομαι
ἐκγλύφω
ἔκγονος
ἐκγράφω
ἐκγυμνόω
ἐκδακρύω
ἐκδεής
ἔκδεια
ἐκδείκνυμι
ἐκδειματόω
ἔκδεξις
ἐκδέρω
ἔκδετος
ἐκδέχομαι
ἐκδέω
ἔκδηλος
ἐκδημέω
ἐκδημία
ἔκδημος
ἐκδιαβαίνω
View word page
ἐκδειματόω
ἐκδειματόω fut. ώσω strengthd. for δειματόω, Plat.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἐκδειματόω
Headword (normalized):
ἐκδειματόω
Headword (normalized/stripped):
εκδειματοω
IDX:
9988
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n9991
Key:
e)kdeimato/w

Data

{'content': 'ἐκδειματόω\n fut. ώσω\n strengthd. for δειματόω, Plat.', 'key': 'e)kdeimato/w'}