Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἕκατος
ἑκατόστομος
ἑκατοστός
ἑκατοστύς
ἐκβάζω
ἐκβαίνω
ἐκβακχεύω
ἐκβάλλω
ἔκβασις
ἐκβάω
ἐκβεβαιόομαι
ἐκβιάζω
ἐκβιβάζω
ἐκβιβρώσκω
ἐκβλαστάνω
ἐκβλητέος
ἔκβλητος
ἐκβλύζω
ἐκβοάω
ἐκβοήθεια
ἐκβοηθέω
View word page
ἐκβεβαιόομαι
ἐκβεβαιόομαι fut. ώσομαι to establish, Plut.
ShortDef
confirm, establish
Debugging
Headword:
ἐκβεβαιόομαι
Headword (normalized):
ἐκβεβαιόομαι
Headword (normalized/stripped):
εκβεβαιοομαι
IDX:
9957
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n9960
Key:
e)kbebaio/w
Data
{'content': 'ἐκβεβαιόομαι\n fut. ώσομαι\n to establish, Plut.', 'key': 'e)kbebaio/w'}