Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἀκαλλής
ἀκαλλιέρητος
ἀκαλλώπιστος
ἀκάλυπτος
ἀκαλυφής
ἀκαμαντολόγχας
ἀκαμαντομάχας
ἀκαμαντόπους
ἀκάμας
ἀκάματος
ἄκαμπτος
ἄκανθα
ἀκάνθινος
ἀκανθίς
ἀκανθοβάτης
ἀκανθολόγος
ἄκανθος
ἀκανθώδης
ἄκαπνος
ἀκᾶ
ἀκάρδιος
View word page
ἄκαμπτος
ἄκαμπτος κάμπτω unbent, that will not bend, rigid, Plat.:—metaph. unbending, unflinching, inexorable, Pind.; ψυχὰν ἄκαμπτος Pind.; ἀκάμπτωι μένει Aesch.; ἄκαμπτον Plut.
ShortDef
unbent, that will not bend, rigid
Debugging
Headword:
ἄκαμπτος
Headword (normalized):
ἄκαμπτος
Headword (normalized/stripped):
ακαμπτος
IDX:
996
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n996
Key:
a)/kamptos
Data
{'content': 'ἄκαμπτος\n κάμπτω\n unbent, that will not bend, rigid, Plat.:—metaph. unbending, unflinching, inexorable, Pind.; ψυχὰν ἄκαμπτος Pind.; ἀκάμπτωι μένει Aesch.; ἄκαμπτον Plut.', 'key': 'a)/kamptos'}