Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἑκατονταετηρίς
ἑκατοντάλαντος
ἑκατονταπλασίων
ἑκατοντάπυλος
ἑκατοντάρχης
ἑκατόνταρχος
ἑκατοντάς
ἑκατοντόργυιος
ἑκατοντούτης
ἕκατος
ἑκατόστομος
ἑκατοστός
ἑκατοστύς
ἐκβάζω
ἐκβαίνω
ἐκβακχεύω
ἐκβάλλω
ἔκβασις
ἐκβάω
ἐκβεβαιόομαι
ἐκβιάζω
View word page
ἑκατόστομος
ἑκατόστομος ἑκᾰτό-στομος, ον στόμα hundred-mouthed, Eur.

ShortDef

hundred-mouthed

Debugging

Headword:
ἑκατόστομος
Headword (normalized):
ἑκατόστομος
Headword (normalized/stripped):
εκατοστομος
IDX:
9948
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n9951
Key:
e(kato/stomos

Data

{'content': 'ἑκατόστομος\n ἑκᾰτό-στομος, ον\n στόμα\n hundred-mouthed, Eur.', 'key': 'e(kato/stomos'}