Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἑκατόν
ἑκατονταετηρίς
ἑκατοντάλαντος
ἑκατονταπλασίων
ἑκατοντάπυλος
ἑκατοντάρχης
ἑκατόνταρχος
ἑκατοντάς
ἑκατοντόργυιος
ἑκατοντούτης
ἕκατος
ἑκατόστομος
ἑκατοστός
ἑκατοστύς
ἐκβάζω
ἐκβαίνω
ἐκβακχεύω
ἐκβάλλω
ἔκβασις
ἐκβάω
ἐκβεβαιόομαι
View word page
ἕκατος
ἕκατος ἕκᾰτος, ὁ, ἑκάς far-shooting, epith. of Apollo, Il.

ShortDef

far-shooting

Debugging

Headword:
ἕκατος
Headword (normalized):
ἕκατος
Headword (normalized/stripped):
εκατος
IDX:
9947
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n9950
Key:
e(/katos

Data

{'content': 'ἕκατος\n ἕκᾰτος, ὁ,\n ἑκάς\n far-shooting, epith. of Apollo, Il.', 'key': 'e(/katos'}