Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀκαλήφη
ἀκαλλής
ἀκαλλιέρητος
ἀκαλλώπιστος
ἀκάλυπτος
ἀκαλυφής
ἀκαμαντολόγχας
ἀκαμαντομάχας
ἀκαμαντόπους
ἀκάμας
ἀκάματος
ἄκαμπτος
ἄκανθα
ἀκάνθινος
ἀκανθίς
ἀκανθοβάτης
ἀκανθολόγος
ἄκανθος
ἀκανθώδης
ἄκαπνος
ἀκᾶ
View word page
ἀκάματος
ἀκάματος without sense of toil: hence — untiring, unresting, Hom.; ἀκ. γῆ earth that never rests from tillage, Soph.:—neut. ἀκάματα, as adv., Soph. ἀκάματος, Soph.; but ἀ_κάματος in dactylics.

ShortDef

without sense of toil

Debugging

Headword:
ἀκάματος
Headword (normalized):
ἀκάματος
Headword (normalized/stripped):
ακαματος
IDX:
995
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n995
Key:
a)ka/matos

Data

{'content': 'ἀκάματος\n without sense of toil: hence — untiring, unresting, Hom.; ἀκ. γῆ earth that never rests from tillage, Soph.:—neut. ἀκάματα, as adv., Soph. \n ἀκάματος, Soph.; but ἀ_κάματος in dactylics.', 'key': 'a)ka/matos'}