Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἑκατόμβη
ἑκατόμβοιος
ἑκατόμπεδος
ἑκατόμπολις
ἑκατόμπους
ἑκατόμπυλος
ἑκατόν
ἑκατονταετηρίς
ἑκατοντάλαντος
ἑκατονταπλασίων
ἑκατοντάπυλος
ἑκατοντάρχης
ἑκατόνταρχος
ἑκατοντάς
ἑκατοντόργυιος
ἑκατοντούτης
ἕκατος
ἑκατόστομος
ἑκατοστός
ἑκατοστύς
ἐκβάζω
View word page
ἑκατοντάπυλος
ἑκατοντάπυλος ἑκᾰτοντά-πῠλος, ον πύλη = ἑκατόμπυλος, Anth.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ἑκατοντάπυλος
Headword (normalized):
ἑκατοντάπυλος
Headword (normalized/stripped):
εκατονταπυλος
IDX:
9941
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n9944
Key:
e(katonta/pulos
Data
{'content': 'ἑκατοντάπυλος\n ἑκᾰτοντά-πῠλος, ον\n πύλη\n = ἑκατόμπυλος, Anth.', 'key': 'e(katonta/pulos'}