Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἑκατογκεφάλας
ἑκατόγχειρος
ἑκατόζυγος
Ἑκατομβαιών
ἑκατόμβη
ἑκατόμβοιος
ἑκατόμπεδος
ἑκατόμπολις
ἑκατόμπους
ἑκατόμπυλος
ἑκατόν
ἑκατονταετηρίς
ἑκατοντάλαντος
ἑκατονταπλασίων
ἑκατοντάπυλος
ἑκατοντάρχης
ἑκατόνταρχος
ἑκατοντάς
ἑκατοντόργυιος
ἑκατοντούτης
ἕκατος
View word page
ἑκατόν
ἑκατόν a hundred, Lat. centum, Il., etc.

ShortDef

a hundred

Debugging

Headword:
ἑκατόν
Headword (normalized):
ἑκατόν
Headword (normalized/stripped):
εκατον
IDX:
9937
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n9940
Key:
e(kato/n

Data

{'content': 'ἑκατόν\n \n a hundred, Lat. centum, Il., etc.', 'key': 'e(kato/n'}