Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἀκαλαρρείτης
ἀκαλήφη
ἀκαλλής
ἀκαλλιέρητος
ἀκαλλώπιστος
ἀκάλυπτος
ἀκαλυφής
ἀκαμαντολόγχας
ἀκαμαντομάχας
ἀκαμαντόπους
ἀκάμας
ἀκάματος
ἄκαμπτος
ἄκανθα
ἀκάνθινος
ἀκανθίς
ἀκανθοβάτης
ἀκανθολόγος
ἄκανθος
ἀκανθώδης
ἄκαπνος
View word page
ἀκάμας
ἀκάμας κάμνω untiring, unresting, Il., etc.
ShortDef
Acamas
untiring, unresting
Debugging
Headword:
ἀκάμας
Headword (normalized):
ἀκάμας
Headword (normalized/stripped):
ακαμας
IDX:
994
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n994
Key:
a)ka/mas
Data
{'content': 'ἀκάμας\n κάμνω\n untiring, unresting, Il., etc.', 'key': 'a)ka/mas'}