Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἑκατογκάρανος
ἑκατογκεφάλας
ἑκατόγχειρος
ἑκατόζυγος
Ἑκατομβαιών
ἑκατόμβη
ἑκατόμβοιος
ἑκατόμπεδος
ἑκατόμπολις
ἑκατόμπους
ἑκατόμπυλος
ἑκατόν
ἑκατονταετηρίς
ἑκατοντάλαντος
ἑκατονταπλασίων
ἑκατοντάπυλος
ἑκατοντάρχης
ἑκατόνταρχος
ἑκατοντάς
ἑκατοντόργυιος
ἑκατοντούτης
View word page
ἑκατόμπυλος
ἑκατόμπυλος ἑκᾰτόμ-πῠλος, ον πύλη hundred-gated, Il.

ShortDef

hundred-gated

Debugging

Headword:
ἑκατόμπυλος
Headword (normalized):
ἑκατόμπυλος
Headword (normalized/stripped):
εκατομπυλος
IDX:
9936
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n9939
Key:
e(kato/mpulos

Data

{'content': 'ἑκατόμπυλος\n ἑκᾰτόμ-πῠλος, ον\n πύλη\n hundred-gated, Il.', 'key': 'e(kato/mpulos'}