Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἑκατηβελέτης
ἑκατηβόλος
Ἑκάτη
ἑκατογκάρανος
ἑκατογκεφάλας
ἑκατόγχειρος
ἑκατόζυγος
Ἑκατομβαιών
ἑκατόμβη
ἑκατόμβοιος
ἑκατόμπεδος
ἑκατόμπολις
ἑκατόμπους
ἑκατόμπυλος
ἑκατόν
ἑκατονταετηρίς
ἑκατοντάλαντος
ἑκατονταπλασίων
ἑκατοντάπυλος
ἑκατοντάρχης
ἑκατόνταρχος
View word page
ἑκατόμπεδος
ἑκατόμπεδος ἑκᾰτόμ-πεδος, ον πούς measuring a hundred feet, Il.
ShortDef
measuring a hundred feet
Debugging
Headword:
ἑκατόμπεδος
Headword (normalized):
ἑκατόμπεδος
Headword (normalized/stripped):
εκατομπεδος
IDX:
9933
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n9936
Key:
e(kato/mpedos
Data
{'content': 'ἑκατόμπεδος\n ἑκᾰτόμ-πεδος, ον\n πούς\n measuring a hundred feet, Il.', 'key': 'e(kato/mpedos'}