Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἑκάτερος
ἑκατέρωθεν
ἑκατέρωθι
ἑκατέρωσε
ἑκατηβελέτης
ἑκατηβόλος
Ἑκάτη
ἑκατογκάρανος
ἑκατογκεφάλας
ἑκατόγχειρος
ἑκατόζυγος
Ἑκατομβαιών
ἑκατόμβη
ἑκατόμβοιος
ἑκατόμπεδος
ἑκατόμπολις
ἑκατόμπους
ἑκατόμπυλος
ἑκατόν
ἑκατονταετηρίς
ἑκατοντάλαντος
View word page
ἑκατόζυγος
ἑκατόζυγος ἑκᾰτό-ζῠγος, ον ζυγόν with 100 benches for rowers, Il.
ShortDef
with a hundred benches for rowers
Debugging
Headword:
ἑκατόζυγος
Headword (normalized):
ἑκατόζυγος
Headword (normalized/stripped):
εκατοζυγος
IDX:
9929
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n9932
Key:
e(kato/zugos
Data
{'content': 'ἑκατόζυγος\n ἑκᾰτό-ζῠγος, ον\n ζυγόν\n with 100 benches for rowers, Il.', 'key': 'e(kato/zugos'}