Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἑκάτερθε
ἑκάτερος
ἑκατέρωθεν
ἑκατέρωθι
ἑκατέρωσε
ἑκατηβελέτης
ἑκατηβόλος
Ἑκάτη
ἑκατογκάρανος
ἑκατογκεφάλας
ἑκατόγχειρος
ἑκατόζυγος
Ἑκατομβαιών
ἑκατόμβη
ἑκατόμβοιος
ἑκατόμπεδος
ἑκατόμπολις
ἑκατόμπους
ἑκατόμπυλος
ἑκατόν
ἑκατονταετηρίς
View word page
ἑκατόγχειρος
ἑκατόγχειρος ἑκᾰτόγ-χειρος, ον χείρ hundred-handed, of Briareus, Il.:— ἑκατόγ-χειρ, Plut.

ShortDef

hundred-handed

Debugging

Headword:
ἑκατόγχειρος
Headword (normalized):
ἑκατόγχειρος
Headword (normalized/stripped):
εκατογχειρος
IDX:
9928
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n9931
Key:
e(kato/gxeiros

Data

{'content': 'ἑκατόγχειρος\n ἑκᾰτόγ-χειρος, ον\n χείρ\n hundred-handed, of Briareus, Il.:— ἑκατόγ-χειρ, Plut.', 'key': 'e(kato/gxeiros'}