Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἀκαλανθίς
ἀκαλαρρείτης
ἀκαλήφη
ἀκαλλής
ἀκαλλιέρητος
ἀκαλλώπιστος
ἀκάλυπτος
ἀκαλυφής
ἀκαμαντολόγχας
ἀκαμαντομάχας
ἀκαμαντόπους
ἀκάμας
ἀκάματος
ἄκαμπτος
ἄκανθα
ἀκάνθινος
ἀκανθίς
ἀκανθοβάτης
ἀκανθολόγος
ἄκανθος
ἀκανθώδης
View word page
ἀκαμαντόπους
ἀκαμαντόπους untiring of foot, unwearied, Pind.
ShortDef
untiring of foot, unwearied
Debugging
Headword:
ἀκαμαντόπους
Headword (normalized):
ἀκαμαντόπους
Headword (normalized/stripped):
ακαμαντοπους
IDX:
993
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n993
Key:
a)kamanto/pous
Data
{'content': 'ἀκαμαντόπους\n untiring of foot, unwearied, Pind.', 'key': 'a)kamanto/pous'}