Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀκακία
ἄκακος
ἀκαλανθίς
ἀκαλαρρείτης
ἀκαλήφη
ἀκαλλής
ἀκαλλιέρητος
ἀκαλλώπιστος
ἀκάλυπτος
ἀκαλυφής
ἀκαμαντολόγχας
ἀκαμαντομάχας
ἀκαμαντόπους
ἀκάμας
ἀκάματος
ἄκαμπτος
ἄκανθα
ἀκάνθινος
ἀκανθίς
ἀκανθοβάτης
ἀκανθολόγος
View word page
ἀκαμαντολόγχας
ἀκαμαντολόγχας λόγχη unwearied at the spear, Pind.

ShortDef

unwearied at the spear

Debugging

Headword:
ἀκαμαντολόγχας
Headword (normalized):
ἀκαμαντολόγχας
Headword (normalized/stripped):
ακαμαντολογχας
IDX:
991
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n991
Key:
a)kamantolo/gxhs

Data

{'content': 'ἀκαμαντολόγχας\n λόγχη \n unwearied at the spear, Pind.', 'key': 'a)kamantolo/gxhs'}