Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

εἷς
εἰσποιητός
εἰσπορεύω
εἴσπραξις
εἰσπράσσω
εἰσρέω
εἰστίθημι
εἰστοξεύω
εἰστρέχω
εἰσφέρω
εἰσφοιτάω
εἰς
εἰσφορά
εἰσφορέω
εἰσφρέω
εἰσχειρίζω
εἰσχέω
εἰσωπός
εἴσω
εἰσωθέω
εἶτα
View word page
εἰσφοιτάω
εἰσφοιτάω fut. ήσω to go often to or into, Eur., Ar.

ShortDef

to go often to

Debugging

Headword:
εἰσφοιτάω
Headword (normalized):
εἰσφοιτάω
Headword (normalized/stripped):
εισφοιταω
IDX:
9892
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n9895
Key:
ei)sfoita/w

Data

{'content': 'εἰσφοιτάω\n fut. ήσω\n to go often to or into, Eur., Ar.', 'key': 'ei)sfoita/w'}