Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

εἰσπνέω
εἰσπνήλας
εἰσποιέω
εἷς
εἰσποιητός
εἰσπορεύω
εἴσπραξις
εἰσπράσσω
εἰσρέω
εἰστίθημι
εἰστοξεύω
εἰστρέχω
εἰσφέρω
εἰσφοιτάω
εἰς
εἰσφορά
εἰσφορέω
εἰσφρέω
εἰσχειρίζω
εἰσχέω
εἰσωπός
View word page
εἰστοξεύω
εἰστοξεύω fut. σω to shoot arrows at, Hdt.

ShortDef

to shoot arrows at

Debugging

Headword:
εἰστοξεύω
Headword (normalized):
εἰστοξεύω
Headword (normalized/stripped):
ειστοξευω
IDX:
9889
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n9892
Key:
ei)stoceu/w

Data

{'content': 'εἰστοξεύω\n fut. σω\n to shoot arrows at, Hdt.', 'key': 'ei)stoceu/w'}