Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀκάκης
ἀκάκητα
ἀκακία
ἄκακος
ἀκαλανθίς
ἀκαλαρρείτης
ἀκαλήφη
ἀκαλλής
ἀκαλλιέρητος
ἀκαλλώπιστος
ἀκάλυπτος
ἀκαλυφής
ἀκαμαντολόγχας
ἀκαμαντομάχας
ἀκαμαντόπους
ἀκάμας
ἀκάματος
ἄκαμπτος
ἄκανθα
ἀκάνθινος
ἀκανθίς
View word page
ἀκάλυπτος
ἀκάλυπτος uncovered, unveiled, Soph.

ShortDef

uncovered, unveiled

Debugging

Headword:
ἀκάλυπτος
Headword (normalized):
ἀκάλυπτος
Headword (normalized/stripped):
ακαλυπτος
IDX:
989
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n989
Key:
a)ka/luptos

Data

{'content': 'ἀκάλυπτος\n uncovered, unveiled, Soph.', 'key': 'a)ka/luptos'}