Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἀκαιρία
ἄκαιρος
ἀκάκης
ἀκάκητα
ἀκακία
ἄκακος
ἀκαλανθίς
ἀκαλαρρείτης
ἀκαλήφη
ἀκαλλής
ἀκαλλιέρητος
ἀκαλλώπιστος
ἀκάλυπτος
ἀκαλυφής
ἀκαμαντολόγχας
ἀκαμαντομάχας
ἀκαμαντόπους
ἀκάμας
ἀκάματος
ἄκαμπτος
ἄκανθα
View word page
ἀκαλλιέρητος
ἀκαλλιέρητος ill-omened, ἱερά Aeschin.
ShortDef
ill-omened
Debugging
Headword:
ἀκαλλιέρητος
Headword (normalized):
ἀκαλλιέρητος
Headword (normalized/stripped):
ακαλλιερητος
IDX:
987
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n987
Key:
a)kallie/rhtos
Data
{'content': 'ἀκαλλιέρητος\n ill-omened, ἱερά Aeschin.', 'key': 'a)kallie/rhtos'}