Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἀκάθαρτος
ἄκαινα
ἀκαιρία
ἄκαιρος
ἀκάκης
ἀκάκητα
ἀκακία
ἄκακος
ἀκαλανθίς
ἀκαλαρρείτης
ἀκαλήφη
ἀκαλλής
ἀκαλλιέρητος
ἀκαλλώπιστος
ἀκάλυπτος
ἀκαλυφής
ἀκαμαντολόγχας
ἀκαμαντομάχας
ἀκαμαντόπους
ἀκάμας
ἀκάματος
View word page
ἀκαλήφη
ἀκαλήφη Deriv. unknown. a nettle, Lat. urtica, Ar.
ShortDef
a nettle
Debugging
Headword:
ἀκαλήφη
Headword (normalized):
ἀκαλήφη
Headword (normalized/stripped):
ακαληφη
IDX:
985
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n985
Key:
a)kalh/fh
Data
{'content': 'ἀκαλήφη\n Deriv. unknown.\n a nettle, Lat. urtica, Ar.', 'key': 'a)kalh/fh'}