Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀκαθαρσία
ἀκάθαρτος
ἄκαινα
ἀκαιρία
ἄκαιρος
ἀκάκης
ἀκάκητα
ἀκακία
ἄκακος
ἀκαλανθίς
ἀκαλαρρείτης
ἀκαλήφη
ἀκαλλής
ἀκαλλιέρητος
ἀκαλλώπιστος
ἀκάλυπτος
ἀκαλυφής
ἀκαμαντολόγχας
ἀκαμαντομάχας
ἀκαμαντόπους
ἀκάμας
View word page
ἀκαλαρρείτης
ἀκαλαρρείτης ἀκαλός, ῥέω soft-flowing, of Ocean, Hom.

ShortDef

soft-flowing

Debugging

Headword:
ἀκαλαρρείτης
Headword (normalized):
ἀκαλαρρείτης
Headword (normalized/stripped):
ακαλαρρειτης
IDX:
984
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n984
Key:
a)kalarrei/ths

Data

{'content': 'ἀκαλαρρείτης\n ἀκαλός, ῥέω \n soft-flowing, of Ocean, Hom.', 'key': 'a)kalarrei/ths'}