εἰσιτητέος
εἰσιτητέος
εἰσῐτητέος, ον
verb. adj. of εἴσειμι,
one must go in, Luc.
{
"content": "εἰσιτητέος\n εἰσῐτητέος, ον\n verb. adj. of εἴσειμι,\n one must go in, Luc.",
"key": "ei)sithte/os"
}