Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

εἰσηθέω
εἰσήκω
εἰσηλυσία
εἰσθέω
εἰσθρῴσκω
εἰσιδρύω
εἰσίζομαι
εἰσίημι
εἰσίθμη
εἰσικνέομαι
εἰσιτήριος
εἰσιτητέος
εἰσκαλαμάομαι
εἰσκαλέω
εἰσκαταβαίνω
εἴσκειμαι
εἰσκηρύσσω
εἰσκομιδή
εἰσκομίζω
εἰσκυκλέω
εἰσλεύσσω
View word page
εἰσιτήριος
εἰσιτήριος εἰσῐτήριος, ον εἴσειμι belonging to entrance:— εἰσιτήρια (sc. ἱερά) , τά, a sacrifice at entrance on an office, Dem.

ShortDef

belonging to entrance

Debugging

Headword:
εἰσιτήριος
Headword (normalized):
εἰσιτήριος
Headword (normalized/stripped):
εισιτηριος
IDX:
9835
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n9838
Key:
ei)sith/rios

Data

{'content': 'εἰσιτήριος\n εἰσῐτήριος, ον\n εἴσειμι\n belonging to entrance:— εἰσιτήρια (sc. ἱερά) , τά, a sacrifice at entrance on an office, Dem.', 'key': 'ei)sith/rios'}