Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

εἰσβατός
εἰσβιάζομαι
εἰσβιβάζω
εἰσβλέπω
εἰσβολή
εἰσγράφω
εἰσδέρκομαι
εἰσδέχομαι
εἰσδίδωμι
εἰσδοχή
εἰσδρομή
εἰσδύνω
εἴσειμι
εἰσελαύνω
εἰσέλκω
εἰσεμβαίνω
εἰσέπειτα
εἰσέργνυμι
εἰσέρπω
εἰσέρρω
εἰσερύω
View word page
εἰσδρομή
εἰσδρομή εἰσδρομή, ἡ, from εἰσδράμεῖν, aor2 inf. of εἰστρέχω an inroad, onslaught, Eur., Thuc.

ShortDef

an inroad, onslaught

Debugging

Headword:
εἰσδρομή
Headword (normalized):
εἰσδρομή
Headword (normalized/stripped):
εισδρομη
IDX:
9806
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n9809
Key:
ei)sdromh/

Data

{'content': 'εἰσδρομή\n εἰσδρομή, ἡ,\n from εἰσδράμεῖν, aor2 inf. of εἰστρέχω\n an inroad, onslaught, Eur., Thuc.', 'key': 'ei)sdromh/'}