Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

εἰσαφικνέομαι
εἰσβαίνω
εἰσβάλλω
εἴσβασις
εἰσβατός
εἰσβιάζομαι
εἰσβιβάζω
εἰσβλέπω
εἰσβολή
εἰσγράφω
εἰσδέρκομαι
εἰσδέχομαι
εἰσδίδωμι
εἰσδοχή
εἰσδρομή
εἰσδύνω
εἴσειμι
εἰσελαύνω
εἰσέλκω
εἰσεμβαίνω
εἰσέπειτα
View word page
εἰσδέρκομαι
εἰσδέρκομαι Dep., with aor2 act. -έδρακον perf. εἰσδέδροκα to look at or upon, Hom., Eur.

ShortDef

to look at

Debugging

Headword:
εἰσδέρκομαι
Headword (normalized):
εἰσδέρκομαι
Headword (normalized/stripped):
εισδερκομαι
IDX:
9802
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n9805
Key:
ei)sde/rkomai

Data

{'content': 'εἰσδέρκομαι\n Dep., with aor2 act. -έδρακον\n perf. εἰσδέδροκα\n to look at or upon, Hom., Eur.', 'key': 'ei)sde/rkomai'}