Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
Ἀγαμεμνονίδης
Ἀγαμέμνων
ἀγαμένως
ἀγαμία
ἄγαμος
ἀγανακτέω
ἀγανάκτησις
ἀγανακτητικός
ἀγανακτητός
ἀγάννιφος
ἀγανοβλέφαρος
ἀγανός
ἀγανοφροσύνη
ἀγανόφρων
ἄγαν
ἀγάομαι
ἀγαπάζω
ἀγαπάω
ἀγάπημα
ἀγαπήνωρ
ἀγάπη
View word page
ἀγανοβλέφαρος
ἀγανοβλέφαρος mild-eyed, Anth.
ShortDef
mild-eyed
Debugging
Headword:
ἀγανοβλέφαρος
Headword (normalized):
ἀγανοβλέφαρος
Headword (normalized/stripped):
αγανοβλεφαρος
IDX:
98
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n98
Key:
a)ganoble/faros
Data
{'content': 'ἀγανοβλέφαρος\n mild-eyed, Anth.', 'key': 'a)ganoble/faros'}